- λίβρα
- η(λ. λατ.), μονάδα βάρους και χωρητικότητας ίση με περίπου 500 γραμμάρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λίβρα — Αγγλική μονάδα βάρους. Ισοδυναμεί με 453,60 γρ. * * * (I) η εμπορική μονάδα βάρους, η οποία διαφέρει κατά τόπους και εποχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libra «λίτρα, ζυγός»]. (II) λίβρα, ἡ (Μ) είδος παλαιού γαλλικού νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. livre … Dictionary of Greek
διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν … Dictionary of Greek
λιβρός — λιβρός, ά, όν (Α) σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» ζοφερή νύχτα, ΕΜ β. «ὀλὸς λιβρός» μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω και συνδέεται … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
σκάαλ-πουντ — το, Ν άκλ. μετρολ. σουηδική μονάδα βάρους, ισοδύναμη με 455,1 γραμμάρια, δηλ. μία περίπου λίβρα … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek